- γρασαδόρος
- οσυσκευή που χρησιμεύει στη λίπανση των μηχανών, λιπαντήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αποστολίδης, Ρένος — (Αθήνα 1924 –). Λογοτέχνης, κριτικός και ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιος του Ηρακλή Αποστολίδη (βλ. λ.). Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και κατά τον Εμφύλιο –οπότε υπηρέτησε στον κυβερνητικό στρατό– βίωσε εμπειρίες που σημάδεψαν το… … Dictionary of Greek